- ἀζύμου
- ἀζύ̱μου , ἄζυμοςwithout process of fermentationmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αζυμοσφραγίδα — Μικρό κομμάτι άζυμου ψωμιού, με το οποίο σφράγιζαν τις διπλωμένες επιστολές, πριν αρχίσουν ακόμα να χρησιμοποιούνται οι φάκελοι στην αλληλογραφία. * * * η δισκίο από άζυμο φύραμα, με το οποίο πριν από τη χρήση τών φακέλων κολλούσαν το άκρο… … Dictionary of Greek
σημαντρίδα — η / σημαντρίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. δισκίο άζυμου άρτου με το οποίο σφράγιζαν παλαιότερα επιστολές ή έγγραφα, η όστια 2. η σφράγιση επιστολών αρχ. φρ. «σημαντρὶς γῆ» χώμα, πηλός κατάλληλος για την τοποθέτηση σφραγίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω +… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… … Dictionary of Greek
όστια — η 1. ο καθαγιασμένος άζυμος άρτος που προσφέρεται στους πιστούς ως θεία μετάληψη κατά την ρωμαιοκαθολική λειτουργία και ο οποίος ονομάστηκε έτσι από τη διδασκαλία περί Θείας Ευχαριστίας ως θυσίας 2. (φαρμ.) είδος κάψουλας από άζυμο άρτο μέσα στην … Dictionary of Greek